μονομαχοτροφεῖον

Revision as of 12:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, = Lat.   A ludus gladiatorius, Suid.

German (Pape)

[Seite 204] τό, ein Ort, wo Zweikämpfer ernährt od. erzogen werden, Gladiatorenschule, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο καὶ ἠσκοῦντο οἱ μονομάχοι, Σουΐδ.

Greek Monolingual

μονομαχοτροφείον, τὸ (Α) μονομαχοτρόφος
τόπος όπου τρέφονταν και γυμνάζονταν οι μονομάχοι, μονομαχείον.