μυσκέλενδρα

Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τά,    A mouse-dung, Dsc.Eup.2.118, Poll.5.91, Hsch.: sg., Phot. (μυσικ- cod.): Att. word, acc. to Moer.p.264 P.

Greek Monolingual

μυσκέλενδρα, τὰ (Α)
περιττώματα ποντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός». Η λ. συνδέεται πιθ. με λατ. muscerda (πρβλ. λ. σκώρ) ή σχηματίστηκε κατ' επίδρασιν του σκολοπένδρα «είδος σκουληκιού»].