μυριόπους

Revision as of 13:01, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,    A ten-thousand-footed, many-footed, σκώληξ Tz.H.13.561, Sch.Nic.Th.805.    II having sides ten thousand feet long, τρίγωνον Thphr.CP6.2.4.

German (Pape)

[Seite 219] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, πολύπους, σκώληξ Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν μῆκοςπλάτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

μυριόπους, -ουν (ΑΜ)
αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πούς.