πολύπους

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπους Medium diacritics: πολύπους Low diacritics: πολύπους Capitals: ΠΟΛΥΠΟΥΣ
Transliteration A: polýpous Transliteration B: polypous Transliteration C: polypous Beta Code: polu/pous

English (LSJ)

(A), ὁ, ἡ, neut. πουν; acc. masc.
A πολύποδα Arist.Pol. 1281b6: neut. pl. πολύποδα Pl.Epin.981d:—many-footed, Pl.Ti.92a, Dsc.2.35; Ἐρινύς S.El.488 (lyr.); οὕτω τι πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακόν Posidipp.19 (dub.).
2 Pass., trodden by many feet, χῶρος Orac. ap. Polyaen.6.53.

(B) (first in Arist.), later Gr. for πουλύ-, ποδος, ὁ:—Declension: nom.
A πουλύπους S.Fr.307, Ar.Fr.318, Eup.110, etc.; gen. πουλύποδος Od.5.432, Pl.Com.173.16, Eub.101; acc. πουλύπουν Ion Trag.36, Ar.Fr.190, Hegem.1, Alex.170, etc.: pl., nom. πουλύποδες h.Ap.77, Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.132; acc. -ποδας Pherecr.13, Pl.Com.93; gen. πουλυπόδων Anaxandr.41.29 (anap.); later, acc.sg. πολύποδα Luc.Vit.Auct.10, πολύπουν Id.DMar.4.2: pl. πολύποδες, etc., Arist.HA541b1, al.; acc. πολύπους ib.534a25, Dsc.1.74 (in signf. ΙΙΙ): —in Poets freq. declined as if from πούλυπος, gen. πουλύπου Thgn. 215, Ar.Fr.191: pl., gen. πουλύπων Amips.6; acc. πουλύπους Ar.Fr. 189: Dor. pl. nom. πώλυποι Epich.61; acc. πωλύπους Id.124: also nom. sg. πώλυπος Hp.Aff.5 (v.l.); πῶλυψ Diph.Siph. ap. Ath.8.356e, (in signf. III) Poll.4.204: acc. pl. πώλυπας Dsc.2.166; also acc. pl. πόλυπας and acc. and gen. sg. πόλυπα, πόλυπος, Paul.Aeg.6.25:—the common poulp or octopus, Od.l.c., Thgn. l.c., Arist.HA524a3, etc.
II of insects, Id.PA682a36, al.; especially of the myriapods, Id.HA531b29,al.
III polypus or morbid excrescence in the nose, Hp. Aff.5, Thphr.HP9.13.6, Gal.7.106, Poll.l.c.
IV π. βοτάνη, = πολυπόδιον, Gp.15.1.14.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, ἡ, acc. πολύπουν u. πολύποδα (vgl. Buttm. auss. Gramm. I p. 178), p. πουλύπους, neutr. πολύπουν, Posidipp. bei Stob. fl. 99, 29, – vielfüßig, mit vielen Füßen; ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρἘρινύς, Soph. El. 479; Plat. Tim. 92 a; Arist.; Plut. Symp. 2, 3. – Als subst. der Vielfuß; – a) der Meerpolyp; Od. 5, 432 H. h. Ap. 77, beide Male in der poet. Form; πετροφυής, Phocyl. 44; oft bei Ath. VII, 316, bei dem aus den comic. viele Beispiele angeführt werden; auch in der poet. Form πολύπος, welche falsch accentuirt πόλυπος geschrieben wird, vgl. Ath. a. a. O. 316 b 318 e f; auch πουλύπος, Theogn. 215, wie Antip. Th. 44 (IX, 10); Opp. Hal. 1, 310 u. öfter; im gen. πολύπου; dor. u. äol. πωλύπους u. πωλύπος, s. Koen zu Greg. Cor. p. 634, u. daraus das lat. Pōlypus. – b) der Kellerwurm, Kellerassel, auch ὄνος κατοικίδιος, Sp. – c) Auswuchs von erweiterten Gefäßen, bes. in der Nase, Nasenpolyp, Herzpolyp u. dgl., Medic. – d) auch, wie πολυπόδιον, ein Kraut.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -ποδος
à plusieurs pieds ; d'ord.πολύπους polype de mer, poulpe.
Étymologie: πολύς, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπους -ουν [πολύς, πούς] gen. -ποδος, acc. -ποδα; plur. n. -ποδα, met vele voeten.
πολύπους -οδος, ὁ, ep. πουλύπους, poët. πουλύπος -ου, Ion. en poët. πωλύπους en πώλυπος -ου [πολύς, πούς] acc. -πουν en -ποδα zeepoliep, octopus. geneesk. poliep (in de neus).

Russian (Dvoretsky)

πολύπους:
I ион. πουλύπους 2, gen. πολύποδος и πουλύπου многоногий (τὸ γένος Plat.; ἁ Ἐρινύς Soph.): ὄνος π. Arst. мокрица.
II ион. πουλύπους, gen. πολύποδος и πουλύπου ὁ зоол. полип Hom., Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν· αἰτ. ἀρσ. πολύποδα Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2· πληθ. οὐδ. πολύποδα Πλάτ.· ― ὁ ἔχων πολλοὺς πόδας, Σοφ. Ἠλ. 488, Πλάτ. Τίμ. 92Α· οὕτω τι πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακὸν Ποσείδιππος ἐν «Μύρμηκι» 2. 2) ὁ ὑπὸ πολλῶν ποδῶν πατούμενος, χώρα Χρησμ. παρὰ Πολυαίν. 6 53.

Greek Monolingual

-οδος, ο
βλ. πολύποδας.

Greek Monotonic

πολύπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν· αιτ. αρσ. πολύποδα· πληθ. ουδ. πολύποδα· αυτός που έχει πολλά πόδια, σε Σοφ., Πλάτ.
πολύπους: κυρίως πουλύπους, -οδος, ὁ (ο τύπος πολύπους είναι μεταγεν.)· ονομ. πουλύπους, αιτ. -πουν, γεν. πουλύποδος· πληθ., ονομ. πουλύποδες· αιτ. -ποδας· γεν. πουλυπόδων· ποιητ. επίσης, πολύπους, αιτ. -πουν και -ποδα· πληθ. -ποδες, αιτ. -πους, -ποδας· ο θαλάσσιος πολύποδας ή το χταπόδι, Λατ. polupus (σε Ρήτ.), σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.

Middle Liddell

πολύπους, [the form πολύπους is late
the sea-polypus or octopus, Lat. polypus (Hor.), Od., Theogn., etc.
πολύπους,
many-footed, Soph., Plat.