ῶνος, ὁ, = A murtetum, Gloss.
[Seite 222] ῶνος, ὁ, = μυῤῥινών, Sp.
μυρτεών: -ῶνος, ὁ, (μύρτος) = μυρρινών, Γλωσσ.
μυρτεών, ὁ (Α)ο μυρσινώνας, άλσος από μυρτιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -εών (πρβλ. χοιρ-εών)].