οῦ, ὁ, A censurer, Hp.de Arte8.
[Seite 225] ὁ, der Tadler, Spötter, Sp.
μωμητής: ὁ, ὁ μωμούμενος τοὺς ἄλλους, μεταγεν.
μωμητής, ὁ (Α) μωμώμαιαυτός που κατηγορεί ή επικρίνει.