ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
μωμῶμαι, -άομαι και ποιητ. και ιων. τ. μωμέομαι (Α) μώμος
βρίσκω σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι σε κάποιον, μέμφομαι, επικρίνω, κατηγορώ κάποιον.