νίτρωμα

Revision as of 13:11, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A lye, PHolm.3.22, Hsch.s.v. χαλέρυπον.    2 scurf, dandruff, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

νίτρωμα: τό, τὸ ἀπόπλυμα ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι».

Greek Monolingual

νίτρωμα, τὸ (Α) νιτρώ
1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον
τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.)
2. πιτυρίδα.