νίτρωμα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίτρωμα Medium diacritics: νίτρωμα Low diacritics: νίτρωμα Capitals: ΝΙΤΡΩΜΑ
Transliteration A: nítrōma Transliteration B: nitrōma Transliteration C: nitroma Beta Code: ni/trwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A lye, PHolm.3.22, Hsch. s.v. χαλέρυπον.
2 scurf, dandruff, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

νίτρωμα: τό, τὸ ἀπόπλυμα ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι».

Greek Monolingual

νίτρωμα, τὸ (Α) νιτρώ
1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον
τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.)
2. πιτυρίδα.