νήϊστος

Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον, Sup.,    A = νήατος (v. νέατος A), in form νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα, Hsch.: hence perh. the name of the πύλαι Νήϊσται at Thebes, πύλαισι Νηΐστῃσι (v.l. νηΐτῃσι [-τισι, -ταισι]) A.Th.460, cf. Stat. Theb.8.354; Νηΐταις πύλαις E.Ph.1104 codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch.: perh. Νηΐτταις πύλαις with -ττ- from -στ-).

Greek Monolingual

νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)
έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (νήαται), κατά το Ὕψισται, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. νήατος βλ. λ. νέατος [Ι])].