ναυλοχία
English (LSJ)
ἡ, A anchorage, esp. of pirates, App.Mith.92.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, das Vorankerliegen, bes. um einem Feinde aufzulauern, App. Mithr. 92.
Greek (Liddell-Scott)
ναυλοχία: ἡ, τὸ ναυλοχεῖν, κυρίως, τὸ παραμένειν ἐντὸς μυχοῦ καὶ ἐνεδρεύειν τὸν ἐχθρόν: τόπος ἔνθα ἐνεδρεύουσι πλοῖα λῃστῶν τῆς θαλάσσης, πειρατῶν, Ἀππ. Μιθρ. 92.
Greek Monolingual
ναυλοχία, ἡ (Α) ναύλοχος
1. (γενικά) παραμονή πλοίων σε όρμο ή μυχό
2. (ειδικά) τόπος όπου ενεδρεύουν πλοία πειρατών.