μώριος

Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = μανδραγόρας ἄρρην, Dsc.4.75.2, Plin.HN25.148.    2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.75.7, Plin.HN21.180.    3 a plant used in philtres, Hsch.

Greek Monolingual

μώριος, ἡ (Α) μωρός
μτγν.
1. το φυτό μανδραγόρας
2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν
3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια.