ιδος, ἡ, fem. of Ναιέτης, A = ναέτης, Call.inPSI9.1092.58.
ναιέτις, ἡ (Α)η κάτοικος, η ένοικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναίω + επίθημα -ις. Λ. σχηματισμένη πιθ. κατ' επίδραση του ναιετῶ].