ναιέτις

Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of Ναιέτης,    A = ναέτης, Call.inPSI9.1092.58.

Greek Monolingual

ναιέτις, ἡ (Α)
η κάτοικος, η ένοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναίω + επίθημα -ις. Λ. σχηματισμένη πιθ. κατ' επίδραση του ναιετῶ].