νεκροδόχος

Revision as of 13:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδόχος: -ον, = νεκροδέγμων, Εὐστ. 1093. 63.

Greek Monolingual

-ο (Μ νεκροδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται τους νεκρούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νεκροδόχος
ο τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. μνημο-δόχος, ξενο-δόχος].