νεκρηγός

Revision as of 13:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A for conveyance of corpses, πλοῖον PHamb.74.3 (ii A.D.).

Greek Monolingual

νεκρηγός, -όν (Α)
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός, κυν-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].