νησόπολις

Revision as of 13:31, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A island-city, Isid.Char.1.

Greek Monolingual

νησόπολις, ἡ (Α)
πόλη κτισμένη πάνω σε νησί ή τμήμα πόλης κτισμένο πάνω σε νησί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + πόλις).