εως, ἡ, A island-city, Isid.Char.1.
νησόπολις, ἡ (Α)πόλη κτισμένη πάνω σε νησί ή τμήμα πόλης κτισμένο πάνω σε νησί.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + πόλις).