νησί
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
το (ΑΜ νησίον, Μ και νησίν και νησσίν)
μεγάλο ή μικρό τμήμα ξηράς που περιβάλλεται από παντού από θάλασσα ή από μεγάλης έκτασης γλυκά νερά, λ.χ. λίμνης ή ποταμού («εφωνάξανε ώς τ' αστέρια / του Ιονίου και τα νησιά», Σολωμ.)
νεοελλ.
(ως τοπων.) τα Νησ(ι)ά
οι Κυκλάδες
αρχ.
νησίδα, μικρό νησί, νησάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νησί < αρχ. νησίον, υποκορ. του νῆσος.