ῆρος, ὁ, (νέω A) A swimmer, sailor, Hsch. (νευτήρ cod., fort. <ἀρ>νευτήρ).
νευστήρ: ῆρος, ὁ, (νέω, νεύσομαι) κολυμβητής, Ἡσύχ. (ἔνθα νευτήρ).