νηχαλέος

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A = νηκτός, φύσις Xenocr. ap. Orib.2.58.1, cf.12.

Greek (Liddell-Scott)

νηχᾰλέος: -α, -ον, ὁ νηχόμενος, κολυμβῶν, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 1.

Greek Monolingual

νηχαλέος, -α, -ον (Α)
αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, νηφ-αλέος)].