νυκτομαχέω

Revision as of 13:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A fight by night, Plu.Cam. 36, App.BC5.35, etc. : metaph., ν. τῇ παρθένῳ ἐρωτικῶς Aristaenet.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτομᾰχέω: μάχομαι κατὰ τὴν νύκτα, Πλουτ. Κάμιλλ. 36, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre la nuit.
Étymologie: νύξ, μάχομαι.

Greek Monotonic

νυκτομᾰχέω: (μάχομαι), μέλ. -ήσω, μάχομαι κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτομᾰχέω: сражаться ночью, вести ночной бой (πρός τινα Plut.).

Middle Liddell

νυκτο-μᾰχέω, fut. -ήσω μάχομαι
to fight by night, Plut.