εως, ἡ, A drowsiness, Hsch.s.v.νῶκαρ.
[Seite 271] ἡ, = νυσταγμός, Hesych.
νύσταξις: -εως, ἡ, (νυστάζω) ὁ νυσταγμός, τὸ νυστάζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νῶκαρ.
νύσταξις, ἡ (Α) νυστάζωνυσταγμός, νύστα.