νωθουρίς

Revision as of 13:47, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.

Greek Monolingual

νωθουρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. του νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].