νωθής

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθής Medium diacritics: νωθής Low diacritics: νωθής Capitals: ΝΩΘΗΣ
Transliteration A: nōthḗs Transliteration B: nōthēs Transliteration C: nothis Beta Code: nwqh/s

English (LSJ)

νωθές,
A sluggish, slothful, ὄνος Il.11.559; ν. κῶλον E.HF819; ἵππος νωθέστερος Pl.Ap. 30e; ν. κίνησις Arist.HA503b8; τὰ γόνατα νωθής Luc.Luct.16; of fire, dull, opp. ὀξύς, Thphr. HP 5.9.3 (Comp.); of earth, opp. water, etc., Pl.Ti.86a (Sup.).
2 of the understanding, dull, stupid, κατεφαίνετο εἶναι νωθέστερος (sc. ὁ παῖς) Hdt.3.53; νωθὴς τὸν νόον Hp. Ep.17, cf. A.Pr.62, Pl.Plt. 310e (Comp.).
II neut. νωθές as adverb, Poll.4.81: Sup. νωθέστατα D.C.59.4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 lent;
2 fig. qui a l'esprit lent ou lourd;
Cp. νωθέστερος.
Étymologie: νη-, ὠθέω.

German (Pape)

ές (mit νόθος, νωθρός zusammenhangend, nach den Alten von νη–, ὠθεῖν), langsam, träge, faul; Il. 11.509 Beiwort des Esels; νωθὲς κῶλον, Eur. Herc.F. 819; Sp., κυφὸς καὶ τὰ γόνατα νωθής, von einem Greise, Luc. luct. 16; Plat. ἵππῳ ὑπὸ μεγέθους νωθεστέρῳ, Apol. 30e; Tim. 86e; ὕδωρ, das nicht zum Vorschein kommt, Antip.Sid. 64 (IX.417); – auch geistig, schwer begreifend, stumpfsinnig, dumm; ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωθέστερος, Aesch. Prom. 62; ἀλλά οἱ εἶναι κατεφαίνετο νωθέστερος, Her. 3.53; νωθεστέρα ψυχή, Plat. Polit. 310e; einzeln bei Sp.; Gegensatz von συνετός, S.Emp. adv. math. 7.325.

Russian (Dvoretsky)

νωθής: ὄθομαι
1 медлительный, ленивый (ὄνος Hom.; ἵππος νωθέστερος Plat.; κίνησις Arst.);
2 вялый, малоподвижный, тупой (ψυχή Plat.; εἴτε ν., εἴτε κατάκοπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νωθής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ νωθρός, ὀκνηρός, χαῦνος, ἐπίθ. τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 559· νωθὲς κῶλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819· ἵππος νωθέστερος Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ν. κίνησις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 7· τὰ γόνατα νωθὴς Λουκ. π. Πένθους 16. 2) νωθρός, βραδύς, ἀμβλύς, δηλ. κατὰ τὴν διάνοιαν, κατεφαίνετο εἶναι νωθέστερος (δηλ. ὁ παῖς) Ἡρόδ. 3. 53· νωθὴς τὸν νόον Ἱππ. 1283. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 62, Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. οὐδ. νωθὲς ὡς ἐπίρρ., Πολυδ. Δ΄, 81· συγκρ. -έστατα, Δίων Κ. 59, 4.

English (Autenrieth)

ές: lazy, sluggish, Il. 11.559†.

Greek Monolingual

νωθής, -ές (Α)
1. νωθρός, χαύνος, οκνηρόςὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», Πλάτ.)
2. βραδύνους, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη
3. αυτός που υστερεί πνευματικά
4. (για το πυρ) ήρεμος, μέτριος, πράος
5. (για την ύλη) αδρανής
6. (το ουδ. ως επίρρ.) νωθές
με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. πρόθημα νη- και με β' συνθετικό είτε το ρ. ὠθῶ (οπότε αρχ. σημ. του νωθής είναι «αυτός που δεν κουνιέται από τη θέση του») είτε το ρ. ὄθομαι, με αρχ. σημ. «αυτός που δεν νοιάζεται για τίποτε». Η λ. νωθής και το παράγωγο νωθρός από την αρχική σημ. της ακινησίας και αδράνειας χρησιμοποιήθηκαν στην ιατρική ορολογία με τη σημ. της βραδύνοιας, της μειωμένης πνευματικής αντίληψης].

Greek Monotonic

νωθής: -ές, γεν. -έος·
1. οκνηρός, ράθυμος, αργοκίνητος, επίθ. προσδιοριστικό του γαϊδάρου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.
2. λέγεται για την αντίληψη, ανόητος, ηλίθιος, νωθρός, βραδύς· νωθέστερος, πιο ανόητος, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: slow, indolent, stubborn (Λ 559, orig. Ion. after v. Wilamowitz Eur. Her. 389, s. also Bechtel Dial. 3, 319 and Leumann Hom. Wörter 316).
Derivatives: More usual νωθρός id. (IA.) with several derivv.: νωθρ-ία, -ίη (Hp., Herod., pap.), -ότης f. (Hp., Arist., LXX) slowness, indifference; -ώδης laming (Hp.); f. νωθράς, -άδος plantname, = βαλλωτή, also νωθ-ουρίς (Ps.-Dsc.). Denomin.: 1. νωθρεύω, -ομαι be slow, slack, indifferent (Hp., Hyp., pap.) with νωθρεία slowness (Erot.); 2. νωθρ-ιάω id. (Dsc.). νώθεια f. indolence (Pl., Luc.), νωθώδης lethargic (Aret.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Perh. with Doederlein and Bechtel Lex. s.v. from n̥-priv. (s. νωδός) and ὄθομαι "who cares for nothing" with formation of the second member after the σ-, resp. ρο-stems cf. Schwyzer 513 and 483). After Müller-Graupa PhW 63,94 to ὠθέω ("who does not let him pushed from his place); equally probable. -- Not with Johansson and Brugmann (s. Bq) to Skt. ādhrá- weak, poor (s. WP. 1, 57 n. 1 and Mayrhofer s.v.), also not with Mayrhofer Arch. Linguist. 2, 137 to Pāli dandha- slow (phonetically very difficult). Forssman, FS XXX defends connection with Skt. adhra-. Fur. 390 connects νωφάλης and νωφρύς (but a variation χ/φ is further unknown to me).

Middle Liddell

νωθής, ές
1. sluggish, slothful, torpid, epithet of the ass, Il., Eur., etc.
2. of the understanding, dull, stupid, νωθέστερος somewhat dull, Hdt.

Frisk Etymology German

νωθής: {nōthḗs}
Meaning: träge, langsam, störrig (seit Λ 559, urspr. ion. nach v. Wilamowitz Eur. Her. 389, s. auch Bechtel Dial. 3, 319 und Leumann Hom. Wörter 316)
Derivative: mit νώθεια f. Trägheit (Pl., Luk. u.a.), νωθώδης lethargisch (Aret.). — Gewöhnlicher νωθρός ib. (ion. att.) mit mehreren Ableitungen: νωθρία, -ίη (Hp., Herod., Pap. u.a.), -ότης f. (Hp., Arist., LXX u.a.) Trägheit, Gleichgültigkeit; -ώδης erlahmend (Hp.); f. νωθράς, -άδος Pflanzenname, = βαλλωτή, auch νωθουρίς (Ps.-Dsk.). Denominativa: 1. νωθρεύω, -ομαι träge, schlaff, gleichgültig sein, erlahmen (Hp., Hyp., Pap. u.a.) mit νωθρεία Trägheit (Erot.); 2. νωθριάω ib. (Dsk.).
Etymology: Vielleicht mit Doederlein und Bechtel Lex. s.v. aus ν(ε)-priv. (s. νωδός) und ὄθομαι "der sich um nichts kümmert" mit Bildung des Hinterglieds nach den σ-, bzw. den ρο-Stämmen vgl. Schwyzer 513 und 483). Nach Müller-Graupa PhW 63,94 zu ὠθέω ("der sich nicht vom Flecke fortstoßen läßt"), ungefähr gleich wahrscheinlich. — Nicht mit Johansson und Brugmann (s. Bq) zu aind. ādhrá- schwach, arm (s. WP. 1, 57 A. 1 und Mayrhofer s.v.), auch nicht mit Mayrhofer Arch. Linguist. 2, 137 zu pāli dandha- träge (lautlich sehr schwierig).
Page 2,330-331

English (Woodhouse)

dull, slow, sluggish, stupid, dull in intellect, of the intelligence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)