ξενίδιον

Revision as of 13:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A guesthouse, PTeb.335.17 (iii A. D.).

Greek Monolingual

ξενίδιον, τὸ (Α)
οικίσκος προορισμένος για τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ιππ-ίδιον)].