ξιφουργός

Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A sword-cutler, Ar.Pax547.

German (Pape)

[Seite 280] Schwerter machend, Ar. Pax 539.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Ἀριστοφ. Εἰρ. 547.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant d’épées.
Étymologie: ξίφος, ἔργον.

Greek Monolingual

ξιφουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ξίφος, ο ξιφοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουργός (< έργον)].

Greek Monotonic

ξῐφουργός: (*ἔργω), κατασκευαστής ξιφών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφουργός: ὁ мастер мечей, оружейник Arph.

Middle Liddell

[*ἔργω
a sword-cutler, Ar.