οἶβος

Revision as of 14:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A piece of meat from the back of an ox's neck, Luc.Lex.3.

Greek (Liddell-Scott)

οἶβος: ὁ, τεμάχιον κρέατος ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ αὐχένος βοός, Λουκ. Λεξιφ. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collet ou partie du cou d’un bœuf.
Étymologie: DELG pas d’étym.

Greek Monolingual

οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος του τραχήλου του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος].

Russian (Dvoretsky)

οἶβος: ὁ кулин. бычачий затылок Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: back of the neck of a cow (Luc. Lex. 3)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Does it occur in ὀ῎χθοιβος?