οἶσθας, A v. Εἴδω B. ὀϊσθείς, v. οἴομαι.
[Seite 312] du weißt, von οἶδα, s. ειδω.
οἶσθα: οἶσθας, ἴδε ἐν λ. *εἴδω Β.
2ᵉ sg. de οἶδα.
see εἴδω, II.
οἶσθα: οἶσθας, βʹ ενικ. παρακ. (με σημασία ενεστ.) του *εἴδωΒ.
οἶσθα: 2 л. sing. к οἶδα.