ὁ, (ἄρχω) A tutelary god, LXXIs.37.38.
πάτραρχος: ὁ, (ἄρχω) πατρῷος θεός, θεὸς ἐφέστιος ἢ πολιοῦχος, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΛΒ΄, 38).
ὁ, Απατρώος θεός, προστάτης, πολιούχος, εφέστιος θεός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αρχος].