προστάτης
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
English (LSJ)
προστάτου, ὁ, (προΐστημι)
A one who stands before, front-rank man, f.l. for πρωτοστάτης in X.Cyr. 3.3.41, Eq.Mag.2.2,6:—but elsewhere,
II leader, chief, especially of a democracy, προστάτεω ἐπιλαβέσθαι Hdt.1.127, 5.23; οἱ προστάται τοῦ δήμου Th.3.75, 4.46,66; οἱ τῶν δήμων π. Id.3.82; ὁ προστάτης Κλέων Ar.Ra.569, cf. Eq.1128 (lyr.); μεταβολὴ ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον Pl.R.565d; [Σόλων] πρῶτος τοῦ δήμου προστάτης Arist.Ath.2.2,al.
2 generally, ruler, opp. ἀστοί, A.Supp.963; Καδμείων Id.Th.1031; Κνωσίων Arr.Epict.3.9.3; Μολοσσῶν GDI1334 (Epirus, iii B.C.); χώρας, χθονός, E.Heracl. 964, IA373 (troch.); τῆς Ἑλλάδος προστάται, of the Spartans, X.HG 3.1.3, cf. Isoc.4.103, D.9.23; προστάτης τοῦ ἐμπορίου, of Greeks in Egypt, Hdt. 2.178; τοῦ πολέμου X.Cyr.7.2.23; προστάται τῆς εἰρήνης its chief authors, Id.HG5.1.36; τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας π. D.22.78; administrator, τῆς κεχωρισμένης προσόδου PTeb.81.19 (ii B.C.); [τοῦ ἱεροῦ] OGI531.3 (Bithynia, iii A.D.); θεᾶς ib.209.4 (Philae, iii A.D.), cf. Ostr.412, al. (i A.D.): metaph., ἔρως προστάτης τῶν ἀργῶν ἐπιθυμιῶν = a ruling passion protector of idle appetites Pl.R. 572e.
3 president or presiding officer, προστάτης τοῦ γυμνασίου CIG2881.16 (Branchidae), cf. OGI130.16 (Egypt, ii B.C.), Supp.Epigr.4.598.37 (Teos, i B.C.), IG22.1368.13; προστάτης συνεδρίου ib.9(2).205.33 (Aetolian League); προβούλων ib.9(1).694.116 (Corc.); (γερουσίας) ib.7.2808 (Hyettus, iii B.C.); δαμιοργῶν ib.5(1).1425.16 (Messene); (βουλᾶς) ib.14.256.5 (Phintias); τῆς μέσης Ἀκαδημίας S.E.P.1.232: freq. in plural, = πρυτάνεις, SIG194.15 (Amphipolis, iv B.C.), etc.; γνώμα προστατᾶν ib.187.1 (Cnidus, iv B.C.), cf. IG12(8).264.13 (Thasos, iv B.C.).
III one who stands before and protects, guardian, champion, πυλωμάτων A.Th.408, cf. 798; πόλεως Pl.Grg.519b; [τῆς ποιητικῆς] Id.R.607d; τῆς πάντων ἐλευθερίας D.15.30, etc.; epithet of gods, as Apollo, S.Tr.209 (lyr.), IPE12.89 (ii A.D.).
2 at Athens, etc., patron who took charge of the interests of μέτοικοι, etc.: hence ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν = live under protection of a patron, Lys.31.9, 14, Lycurg.145; προστάτην ἐπιγράφειν τινά = choose as one's patron, Luc. Peregr.11; αὑτῷ πονηρὸν προστάτην ἐπεγράψατο Ar.Pax684; ἔχειν Id.Pl.920, cf. S.OT882 (lyr.); νέμειν προστάτην Arist.Pol.1275a13; also γράφεσθαι προστάτου to be entered by one's patron's name, be attached to a patron, οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράφομαι S.OT411.
3 = Lat. patronus, Plu.Rom.13, Mar.5, IG3.687, 14.1078 (Rome, iii A.D.), OGI549.6 (Ancyra, iii A.D.), etc.
IV θεοῦ προστάτης = one who stands before a god to entreat him, suppliant, S.OC1278, cf. 1171.
V Medic., prostate gland, Herophil. ap. Gal.UP14.11 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 781] ὁ, der Vorstand, Vorsteher, Vorgesetzte, Anführer, Aesch. Spt. 1017; im Gegensatz der ἀστοί, Suppl. 941; χθονός, Eur. I. A. 373 Heracl. 964; Her. 1, 127. 2, 179 u. sonst; bes. der an der Spitze der Partei steht, Parteihaupt, πόλεως, Plat. Gorg. 519 b; καὶ ἄρχων, Phaedr. 241 a; καὶ ἐπιμελητής, Legg. VI, 766 b; oft bei Thuc.; Xen. τοῦ πολέμου, Cyr. 7, 2, 23; Folgde; τῆς προαιρέσεως, Pol. 2, 39, 12 u. oft; Dem. 9, 23, die Hegemonie haben; vgl. Xen. Hell. 3, 1, 2; – der Vorstand, Beistand, Beschützer, τόνδ' ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτων, Aesch. Spt. 380. 780; Ἀπόλλων, wie προστατήριος, Soph. Tr. 208; ἧς (νόσου) σε προστάτην σωτῆρά τε μοῦνον ἐξευρίσκομεν, Beschützer gegen die Krankheit, O. R. 303; übh. der für Etwas sorgt, mit folgdm ὅπως, Xen. Mem. 2, 7, 9, wo die Lesart schwankt, – Bes. in Athen der Bürger, der als Patron eines Nichtbürgers oder μέτοικος (οἱ τῶν μετοίκων Ἀθήνῃσι προεστηκότες προστάται ἐκαλοῦντο, Harpocr., der als den eigentlichen Ausdruck von Seiten der Metöken προστάτην νέμειν anführt) dessen Rechtshändel vor Gericht führte u. ihn in allen bürgerlichen Angelegenheiten vertrat, wonach Soph. sagt ὥςτ' οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, O. R. 411, ich werde mich nicht als Schützling des Kreon od. ihn als meinen Schutzherrn einschreiben lassen; θεὸν οὐ λήξω ποτὲ προστάταν ἴσχων, 882; Ar. Pax 667 Plut. 920 u. öfter; so bes. bet den attischen Rednern, ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν, Lys. 31, 9, von dem Metöken, der in Athen nicht anders sich aufhalten darf, als wenn er einen προστάτης hat; vgl. Dem. 25, 58; Arist. u. Folgde; προστάτην ἐπέγραφον, Luc. Peregr. 11; dem röm. patronus entsprechend, Plut. Rom. 13 Mar. 5. – Aber προστάτης θεοῦ ist der vor einen Gott tritt, um ihn anzuflehen, Soph. O. C. 1173. 1280. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 41 sind οἱ προστάται = οἱ ἔμπροσθεν, die im Vordertreffen, den οὐραγοί entgeggstzt.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. qui se tient en avant :
1 qui se tient le premier dans une ligne de bataille, chef de file;
2 chef, particul. chef de parti ; en gén. président, chef, celui qui dirige, gén.; à Athènes prostatès, président d'une commission, d'un conseil;
3 protecteur, défenseur contre, gén. ; particul. protecteur ou patron des métèques, à Athènes : τινος προστάτου γράφεσθαι SOPH se faire inscrire sous le nom d'un patron, càd s'attacher à un patron, être le protégé de qqn ; à Rome patron;
II. qui se tient devant ou s'approche de : θεοῦ SOPH qui se tient devant l'autel d'un dieu, suppliant.
Étymologie: προΐστημι.
Greek Monolingual
ο, θηλ. τ. προστάτρια ΝΜΑ, και προστάτισσα Ν Μ, και προστάτιδα Ν, και προστάτις, -ιδος, Α προΐσταμαι
1. αυτός που παρέχει προστασία, φύλακας («προστάτης της πόλης μας»)
2. υπερασπιστής, προασπιστής («προστάτης τών ανθρώπινων δικαιωμάτων»)
3. κηδεμόνας, αρωγός («προστάτης τών γραμμάτων και τών τεχνών»)
4. (στην αρχαία Αθήνα) πολίτης που αντιπροσώπευε ενώπιον τών διοικητικών και δικαστικών αρχών έναν μέτοικο ή απελεύθερο
5. ανατ. αδένας του ανδρικού γεννητικού συστήματος με σχήμα καστάνου, ο οποίος βρίσκεται αμέσως κάτω από την ουροδόχο κύστη και προσθέτει ένα έκκριμα στα σπερματοζωάρια, το προστατικό υγρό, κατά την εκσπερμάτιση
αρχ.
1. αυτός που στέκεται στην πρώτη γραμμή
2. αρχηγός, ιδίως πολιτικής μερίδας («οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτόν», Θουκ.)
3. (γενικά) κυβερνήτης, προϊστάμενος («προστάτης χώρας», Ευρ.)
4. αυτός που είναι πρώτος σε κάτι, που έχει τα πρωτεία σε κάτι («καὶ προστάται τοῦ ἐμπορίου αὗται αἱ πόλιες εἰσὶ αἱ παρέχουσαι», Ηρόδ.)
5. πρωτεργάτης («προστάτης τοῦ πολέμου», Ξεν.)
6. επιστάτης, επιμελητής («προστάτης καὶ ἐπιμελητής [τῆς παιδείας]», Πλάτ.)
7. πρόεδρος («προστάτης συνεδρίου», επιγρ.)
8. (ως επίθ. θεοτήτων) προστατήριος
9. στον πληθ. oἱ προστάται
οι πρυτάνεις, οι πρόεδροι
10. φρ. α) «προστάτης τῶν Ἑλλήνων [ή τῆς Ἑλλάδος]» — αυτός που έχει την ηγεμονία της Ελλάδας
β) «ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν» — το να είναι κανείς υπό την κηδεμονία προστάτη
γ) «προστάτην ἐπιγράφειν τινά» και «προστάτην ἐπιγράφεσθαι» — εκλέγω κάποιον ως προστάτη («αὐτῷ πονηρὸν προστάτην ἐπεγράψατο», Αριστοφ.)
δ) «γράφεσθαι προστάτου»
i) γράφω το όνομά μου κοντά στο όνομα ενός προστάτη
ii) (κατ' επέκτ.) προσκολλώμαι σε προστάτη («Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι», Σοφ.)
ε) «θεοῦ προστάτης» — αυτός που στέκεται μπροστά σε θεό για να τον ικετεύσει, ικέτης.
Greek Monotonic
προστάτης: -ου, ὁ (προστῆναι),·
I. αυτός που στέκεται εμπρός, παρατεταγμένος στη μπροστινή γραμμή, σε Ξεν.
II. 1. αρχηγός, επικεφαλής πολιτικής παράταξης, σε Ηρόδ.· ὁ προστάτης τοῦ δήμου, σε Θουκ.
2. γενικά, προϊστάμενος, κυβερνήτης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· προστάται τῆς εἰρήνης, αυτοί που πρώτοι έκαναν ειρήνευση, σε Ξεν.
III. 1. αυτός που στέκεται μπροστά, προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος, πυλωμάτων, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. στην Αθήνα, λέγεται για τον πολίτη που είχε υπό την προστασία του τους μετοίκους (μέτοικοι), όπως ο Ρωμ. patronus είχε υπό την προστασία του τους clientes· προστάτην γράφεσθαί τινα, διαλέγω τον προστάτη μου, σε Αριστοφ.· αλλά, γράφεσθαι προστάτου, γράφω το όνομά μου στο όνομα του προστάτη, προσκολλώμαι σε έναν προστάτη, σε Σοφ.
IV. προστάτης θεοῦ, αυτός που στέκεται μπροστά από κάποιο θεό για να τον ικετεύσει, ικέτης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προστάτης: ου (ᾰ) ὁ
1 передовой боец, застрельщик Xen.;
2 руководитель, глава, вождь (τοῦ δήμου Thuc.): ὁ π. τοῦ πολέμου Xen. главнокомандующий; π. τῆς εἰρήνης Xen. руководитель мирных переговоров;
3 правитель, властитель (χώρας Eur.; τῆς Ἑλλάδος Xen.);
4 защитник, хранитель, предстатель (πυλωμάτων Aesch.; πόλεως Soph.; τῆς ἐλευθερίας Dem.);
5 (в Афинах - по отношению к метэку) простат, патрон, покровитель: γράφεσθαι προστάτου τινός Soph. и προστάτην γράφειν τινά Luc. взять кого-л. в покровители;
6 (лат. patronus) патрон Plut.;
7 культ. проситель, молящийся (θεοῦ Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστάτης -ου ὁ [προΐσταμαι] Ion. gen. -τεω; Dor. acc. - ταν, die voor iets of iem staat smekeling:. τοῦ θεοῦ π. smekeling van de godheid Soph. OC 1278. leider, voorvechter:. τῶν δήμων προστάται democratische leiders Thuc. 3.82.1; προστάται τῆσδε χώρας leiders van dit land Eur. Hcld. 964; π. τοῦ πολέμου opperbevelhebber Xen. Cyr. 7.2.23; προστάται... τῆς... εἰρήνης voorvechters van de vrede Xen. Hell. 5.1.36; π. τοῦ ἐμπορίου directeur van de handelshaven Hdt. 2.178.3. beschermer:; πυλωμάτων van de stadspoort Aeschl. Sept. 408; epithet van Apollo; Soph. Tr. 209; beschermheer:; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι ik zal niet geregistreerd staan als beschermeling van Kreon Soph. OT 411; spec. in Athene t.b. v. metoiken; ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν onder bescherming van een beschermheer leven Lys. 31.9; νέμειν ἀνάγκη προστάτην (metoiken) moeten zich noodzakerlijkerwijs van een beschermheer bedienen Aristot. Pol. 1275a13; in Rome patronus. Plut. Rom. 13.7.
Spanish
Middle Liddell
προστάτης, ου, ὁ, [προστῆναι]
I. one who stands before, a front-rank-man, Xen.
II. a chief, leader of a party, Hdt.; ὁ πρ. τοῦ δήμου Thuc.
2. generally, a president, ruler, Aesch., Eur., etc.; προστάται τῆς εἰρήνης its chief authors, Xen.
III. one who stands before, a protector, guard, champion, πυλωμάτων Aesch., Soph., etc.
2. at Athens, of a citizen who took care of the μέτοικοι, as the Rom. patronus took care of his clientes; προστάτην γράφεσθαί τινα to choose as one's patron, Ar.; but, γράφεσθαι προστάτου to enter oneself by one's patron's name, attach oneself to a patron, Soph.
IV. προστάτης θεοῦ one who stands before a god to entreat him, a suppliant, Soph.
English (Woodhouse)
champion, chief, defender, protector
Mantoulidis Etymological
(=ἀρχηγός, ὑπερασπιστής). Ἀπό τό προΐσταμαι → πρό + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.
Léxico de magia
ὁ protector ref. a S. Filóxeno δέσποτά μου, θεὲ παντοκράτωρ, καὶ ἅγιε Φιλόξενε, πρόστατά μου Señor mío, Dios todopoderoso, y San Filóxeno, mi protector C 8a 2 C 8b 1 C 24 2
Lexicon Thucydideum
patronus (plebis), patron, protector (of the commons), 3.75.2, 3.82.1. 4.46.4. 4.66.3. 6.35.2. 8.89.4.
Translations
protector
Arabic: حَامٍ; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: beschermer, beschermheer, behoeder; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: protecteur, guardien; Galician: protector; German: Beschützer; Ancient Greek: ἀλεξήτειρα, ἀλεξητήρ, ἀλκτήρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης, ἐπίτροπος, ἱκέτης, κηδεμών, κηδευτής, πρόξεινος, πρόξενος, πρόξηνος, προσκεπαστής, προστάτης, σκεπαστής, σκοπός, ὑπερασπιστής, φύλαξ, χραισμήτωρ; Irish: cosantóir; Italian: protettore, protettrice; Kurdish Central Kurdish: حافیز, پاڕێزگار; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: patronus, patrona, protector, protectrix, tutor, fautor, praeses; Old English: sċildend; Portuguese: protetor; Romanian: protector, protectoare; Russian: защитник, защитница; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: protector, protectora, valedor; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ
prostate
Arabic: بْرُوسْتَات, بَرُوسْتَات, بْرُوسْتَات, مُوثَة; Egyptian Arabic: بروستاتة; Armenian: շագանակագեղձ; Aromanian: prustat; Bengali: প্রোস্টেট, প্রোস্টেট গ্রন্থি; Bulgarian: простата; Catalan: pròstata; Chinese Cantonese: 前列腺; Mandarin: 前列腺, 攝護腺/摄护腺; Min Nan: 攝護腺/摄护腺; Czech: předstojná žláza, prostata; Danish: blærehalskirtel, prostata; Dutch: prostaat; Esperanto: prostato; Finnish: eturauhanen; French: prostate; Friulian: prostate; Galician: próstata; Georgian: პროსტატა; German: Prostata, Vorsteherdrüse; Greek: προστάτης; Ancient Greek: προστάτης; Hebrew: בַּלּוּטַת הָעַרְמוֹנִית; Hindi: प्रोस्टेट; Hungarian: prosztata; Icelandic: hvekkur, blöðruhálskirtill; Indonesian: prostat; Irish: próstatach, faireog phróstatach; Italian: prostata; Japanese: 前立腺; Kazakh: қуықалды без; Khmer: ប្រូស្តាត; Korean: 전립선(前立腺); Latvian: priekšdziedzeris; Lithuanian: prostata, priešinė liauka; Maori: repe tātea, repe ure; Mongolian түрүү булчирхай ᠲᠦᠷᠦᠭᠦᠦ; ᠪᠤᠯᠴᠢᠷᠬᠠᠢ; урьд булчирхай ᠤᠷᠢᠳᠤ; ᠪᠤᠯᠴᠢᠷᠬᠠᠢ; Navajo: alizh bikááz; Northern Sami: ovdaráksá; Norwegian Bokmål: prostata; Nynorsk: prostata; Occitan: prostata; Persian: پروستات; Polish: prostata; Portuguese: próstata; Romanian: prostată; Russian: предстательная железа, простата; Serbo-Croatian Cyrillic: простата, корењача; Roman: prostata, korenjača; Slovene: prostata, obsečnica; Spanish: próstata, glándula prostática; Swedish: prostata, blåshalskörtel; Turkish: prostat; Ukrainian: простата, передміхурова залоза; Urdu: پروسٹیٹ; Vietnamese: nhiếp hộ tuyến, tuyến tiền liệt; Volapük: prostat; Welsh: prostad, chwarren brostad