οὐρητρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A chamber-pot, Sch.Ar.V.803.
German (Pape)
[Seite 418] ίδος, ἡ, der Nachttopf, Schol. Ar. Vesp. 807, Suid. erkl. οὐρηϊνὸν ἀγγεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρητρίς: -ίδος, ἡ, οὐροδοχεῖον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 599.
Greek Monolingual
οὐρητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
δοχείο για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].