πάταχνον

Revision as of 14:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = πατάνη, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 534] τό, ein flaches, breites Trinkgeschirr, verwandt mit πατάνη, s. πέταχνον, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πάταχνον: τό, = πατάνη, «πάταχνον σκεῦος λοπαδίῳ ἐμφερὲς» Ἡσύχ.· «πάταχνα: ποτήρια φιαλοειδῆ ἐκπέταλα» Φώτ.

Greek Monolingual

το, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) πατάνη.