πέταχνον
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
τό, (πετάννυμι) broad flat cup, Alex.59, prob. in Ostr.Bodl.i318 (ii/i B.C.); cf. πέτακνον:—hence πεταχνόομαι, drink from πέταχνα, drink deep, Ar.Fr.288 (ap.Phot., cf. Hsch. s.v. πεταλοῦνται; πεταχνεῦται codd. Ath.).
German (Pape)
[Seite 605] τό, auch πέτακνον u. πάτακνον, ein breites, flaches Trinkgeschirr, Alexis bei Ath. III, 125 f, der XI, 496 a erkl. ποτήριον ἐκπέταλον.
Greek (Liddell-Scott)
πέταχνον: τό, (πετάννυμι) πλατὺ ποτήριον, Ἄλεξις ἐν «Δρωπίδῃ» 1· πέτακνον παρ’ Ἡσύχ.· ― πεταχνόομαι, πίνω μὲ πέταχνον, πίνω πολύ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 279, πρβλ. Φώτ.· παρ’ Ἡσύχ. πεταλοῦται εἶναι ἐφθαρμ. ἀντὶ πεταχνοῦται.
Greek Monolingual
και πέτακνον και πέδαχνον, τὸ, Α
πλατύ, ρηχό ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετα- του πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω» + επίθημα -χν-ον κατά τα κυλί-χν-η, πελί-χν-η].