ατος, τό, A antiquity, in pl., LXX Jb.36.28, al.
[Seite 446] τό, das Altgemachte, das Alterthum, LXX.
πᾰλαίωμα: τό, τὸ γενόμενον παλαιόν, ἀρχαιότης, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛϚ΄, 28).
παλαίωμα, τὸ (Α) παλαιώη αρχαιότητα.