παλεομίσημα

Revision as of 14:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (παλεός    A = παλαιός) ancient object of hate, Tim.Pers.90.

Greek Monolingual

παλεομίσημα, τὸ (Α)
αντικείμενο παλαιού μίσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + μίσημα.