παλεομίσημα
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό, (παλεός = παλαιός) ancient object of hate, Tim.Pers.90.
Greek Monolingual
παλεομίσημα, τὸ (Α)
αντικείμενο παλαιού μίσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + μίσημα.