ές, A all-healing, Nic. Th.939.
[Seite 456] ές, Alles heilend, Nic. Ther. 939.
πᾰναλθής: -ές, ὁ τὰ πάντα θεραπεύων, Νικ. Θηρ. 939.
παναλθής, -ές (Α)αυτός που θεραπεύει τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αλθής (< ἄλθος «φάρμακο»)].