πανάγρετος
English (LSJ)
ον, A taking all kinds of game, νευρά AP6.75 (Paul. Sil.).
German (Pape)
Greek Monolingual
πανάγρετος, -ον (Α)
αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν-άγρετος].
ον, A taking all kinds of game, νευρά AP6.75 (Paul. Sil.).
πανάγρετος, -ον (Α)
αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν-άγρετος].