πανώδυνος

Revision as of 14:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A all-grievous, λιμός App.BC5.67.

German (Pape)

[Seite 465] ganz od. sehr schmerzhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνώδῠνος: -ον, πλήρης ὀδύνης, ὀδυνηρότατος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 67, Ἐπιφάν. 2. 268.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος οδύνη, οδυνηρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ώδινος (< ὀδύνη), πρβλ. πολυ-ώδυνος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].