παρεπιστρέφω

Revision as of 15:31, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

intr.,    A turn aside, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Eratosth. ap.Str.17.1.2, cf. Marcian.1.11.    IIPass., turn in passing and look at, Plu.2.521b, D.L.2.23.

German (Pape)

[Seite 517] daneben umkehren; med. sich im Vorbeigehen wonach umwenden, bes. um wonach hinzusehen, D. L. 2, 23; Plut. de cur. 12. So auch das act., παρεπιστρέφων μικρὸν πρὸς τὴν ἕω, Strab. 17, 1 A.

Greek (Liddell-Scott)

παρεπιστρέφω: ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ βλέπω ὀπίσω, Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23.

French (Bailly abrégé)

se tourner de côté, avec πρός et l’acc..
Étymologie: παρά, ἐπιστρέφω.

Greek Monolingual

Α επιστρέφω
1. στρέφομαι πλαγίως
2. μέσ. παρεπιστρέφομαι
καθώς βαδίζω στρέφομαι πίσω μου και παρατηρώ κάτι.