πενταθλία

Revision as of 15:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = πένταθλον, Arr.Epict.3.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

πενταθλία: ἡ, = πένταθλον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 5· ― οὕτω, πεντάθλιον, τό, Πινδ. ΙΙ. 8. 95, Ι. 1. 35.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το πένταθλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πένταθλον, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

πενταθλία: ἡ = πένταθλον· ομοίως, πεντάθλιον, τό, σε Πίνδ.