πενταθλία
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ἡ, = πένταθλον, Arr.Epict.3.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
πενταθλία: ἡ, = πένταθλον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 5· ― οὕτω, πεντάθλιον, τό, Πινδ. ΙΙ. 8. 95, Ι. 1. 35.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το πένταθλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πένταθλον, κατά τα θηλ. σε -ία].
Greek Monotonic
πενταθλία: ἡ = πένταθλον· ομοίως, πεντάθλιον, τό, σε Πίνδ.