πεντάκλαδος

Revision as of 15:51, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A five-branched, π. ἡ χείρ EM127.41.

German (Pape)

[Seite 556] fünfzweigig, E. M

Greek (Liddell-Scott)

πεντάκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων πέντε κλάδους, π. ἡ χεὶρ Ε. Μ. 127. 41.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + κλάδος (πρβλ. ολιγό-κλαδος)].