περίσκεψις

Revision as of 15:56, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ, Delph. παρίσκεψις (q. v.),    A consideration, τοῦ πράγματος Eudor. ap. Stob.2.7.2 ; μετά, ἄνευ περισκέψεως, Str.4.4.2, Chrysipp.(?)Stoic.3.115.

German (Pape)

[Seite 591] ἡ, das Umsichsehen, die Umsicht, Untersuchung, Sp., wie Schol. Thuc. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

περίσκεψις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀκριβὴς ἐξέτασις, ἡ θεωρία ἐστὶ περίσκεψις τοῦ πράγματος Στοβ. Ἐκλογ. 2. 48· οὐ μετὰ περισκέψεως Στράβ. 195.