περίκλεισμα

Revision as of 15:59, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A enclosed place, Sch.Lyc.615.

German (Pape)

[Seite 579] τό, das Umschlossene, Schol. Lycophr. 615.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλεισμα: τό, τόπος περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικλείω
τόπος κλεισμένος ολόγυρα, περιτείχισμα, περίφραγμα.