περητήριον

Revision as of 16:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, (περάω A)    A borer, Hp. ap. Gal.19.129.

German (Pape)

[Seite 564] τό, der Bohrer, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περητήριον: τό, (περάω) εἶδος τρυπάνου, «περητηρίῳ. τρυπάνῳ τῷ εὐθεῖ καὶ ὀξεῖ· ἔστι γὰρ καὶ ἕτερον ἡ χοινικὶς» Γαληνοῦ Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 542.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τρυπάνι, αρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. διαβα-τήριον)].