τρυπάνι
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
τρυπάνι, το / τρυπάνιον, ΝΜΑ τρύπανον
νεοελλ.
1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω εργαλείο
μσν.-αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρό τρύπανο.