[ῡ], A scratch or rub all round, Phot.
[Seite 580] von allen Seiten kratzen, Phot., = περιξύω.
περικνύω: [ῡ], περιξύω, Φώτ.
Μ(κατά τον Φώτ.) ξύνω ή γρατσουνίζω κάτι από όλες τις πλευρές.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνύω «χτυπώ ελαφρά σαν να ξύνω»].