περιπλίξ

Revision as of 16:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A embracing with the legs, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] adv., mit ausgespreizten Füßen, divaricatis pedibus.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίξ: «περιειληφὼς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με διασταύρωση τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλιγ- του περιπλίσσομαι + επιρρμ. κατάλ. -ς (πρβλ. αμφιπλίξ)].