πεττεία

Revision as of 17:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

πετρ-ευτής, πετρ-εύω, πετρ-ός, Att. for πεσσεία, etc. πεττύκια, τά,    A clippings of leather, Moer.p.305 P. (Cf. πεσσύγγιον.) πέττω, Att. for πέσσω. πευδρία· ἀρτοθήκη, Hsch. πευθείς (i. e. πεφθείς) ἑψηθείς, Id. πεύθη, ἡ, (πεύθομαι) = πεῦσις, Id.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, πέττευμα, τό, πεττευτής, ὁ, πεττεύω, att. statt πεσσεία u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

πεττεία: -ευμα, -ευτής, εύω, πεττός, Ἀττ. ἀντὶ πεσσεία, κτλ.

French (Bailly abrégé)

att. c. πεσσεία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πεσσεία.

Greek Monotonic

πεττεία: -ευμα, -εύω, πεττός, Αττ. αντί πεσσεία κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεττεία -ας, ἡ, Ion. πεσσεία [πεττεύω] pettos-spel (strategisch bordspel, een soort triktrak of backgammon).