πεῦσις
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
-εως, ἡ, (πεύθομαι)
A inquiry, question, Ph.1.202,al., Ruf. Interrog.2, Plu.2.614d(pl.), Philostr.Jun.Im.10, etc.: as a rhet. figure, D.H.Dem.54, Longin.18.1.
2 information, αἱ ἀπὸ σοῦ π. Phalar.Ep.125.
German (Pape)
[Seite 607] ἡ, Frage, Plut. Symp. 1, 1, 5, Kunde Nachricht, Sp., wie Philo.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'interroger ou de s'informer, demande, question.
Étymologie: πεύσομαι.
Russian (Dvoretsky)
πεῦσις: εως ἡ вопрос Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πεῦσις: -εως, ἡ, (πεύθομαι) ἐρώτησις, ἐρώτημα, Πλούτ. 2. 614D, Φιλόστρ. 876· ― σχῆμα ῥητορ., Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54, Λογγῖν. 18. 2) πληροφορία, Φάλαρ. 53· πρβλ. πύστις.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πεύθομαι
1. ερώτηση, ερώτημα
2. πληροφορία
3. ρητορική ερώτηση.